αμαθολογήματα

αμαθολογήματα
τα
λόγια αμαθούς ανθρώπου, ανοησίες, μωρολογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού ουσ. *αμαθολόγημα < *αμαθολογώ (-έω) < άμαθος + -λογώ (-έω) < λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”